- περιωπή
- η, ΝΜΑψηλό μέρος με ανοιχτή θέανεοελλ.1. εξέχουσα θέση2. φρ. α) «άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] περιωπής» ή «υψηλής περιωπής» — άνθρωπος [επιστήμονας, ειδικός κ.λπ.] μεγάλης αξίας, μεγάλου κύρους ή υψηλής καταγωγής3. «από περιωπής»i) αφ' υψηλού, με περιφρόνησηii) χωρίς προκατάληψη, αντικειμενικάμσν.-αρχ.το ύψος, η ανωτερότητα τής πνευματικής ζωήςαρχ.1. προσοχή, σύνεση2. μελέτη, προσεκτική σκέψη για κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ὠπή «πρόσωπο, θέα», τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη βαθμίδα ωπ- τής ρίζας οπ- τού ὄπωπα* (πρβλ. επωπή)].
Dictionary of Greek. 2013.